μπαλάσκα

μπαλάσκα
η
βλ. παλάσκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπαλάσκα — η (λ. τουρκ.) 1. μικρή δερμάτινη θήκη για φυσίγγια: Έφυγε για κυνήγι αλλά ξέχασε να πάρει τις μπαλάσκες. 2. ο σάκος του κυνηγού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρυκόλακας — (18ος αι.). Αρματολός της Ρούμελης που έχει εμπνεύσει πολλά δημοτικά τραγούδια. Ένα από αυτά μας πληροφορεί ότι ο Β. ήταν σύγχρονος του Χρήστου Μηλιώνη και του Βλαχαρμάτα, σε ένα άλλο όμως παρουσιάζεται ως σύγχρονος του Θύμιου Μπαλάσκα. Σύμφωνα… …   Dictionary of Greek

  • παλάσκα — και μπαλάσκα, η 1. στρ. μικρή δερμάτινη θήκη για φυσίγγια 2. δερμάτινος σάκος κυνηγού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. palaska < αρχ. γερμ. flasca] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”